- ὀρθοτέρου
- ὀρθόςstraightmasc/neut gen comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροφωνικός — Γλωσσ. αυτός που αναφέρεται στο ακροφωνικό σύστημα. Ο όρος ακροφωνικός χρησιμοποιείται αντί τού ορθότερου ακροφωνητικός (και ακροφωνητικό σύστημα), που εισηγήθηκε αργότερα ο Αντ. Σιγάλας (Ιστορία τής ελληνικής γραφής, σ. 339 κ.ά., Θεσσαλονίκη… … Dictionary of Greek
αληγείς άνεμοι — (Μετεωρ.) ρεύμα πολύ σταθερών ανέμων που είναι βόρειο βορειοανατολικοί στο Βόρειο και νοτιο νοτιοανατολικοί στο Νότιο ημισφαίριο. Πνέουν από τις ζώνες τών υψηλών πιέσεων τών υποτροπικών περιοχών προς την ενδοτροπική ζώνη συγκλίσεως τών νηνεμιών,… … Dictionary of Greek
δείλι — το (AM δείλη, η) το απόγευμα, μετά το μεσημέρι και προτού σκοτεινιάσει αρχ. 1. νωρίς το απόγευμα («ἤδη ἦν μέσον ἡμέρας, ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο») ή αργά, προς το βράδυ («τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον... ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο») 2. φρ. α) «δείλη πρωΐη» από … Dictionary of Greek
ναυαγιαίρεση — η 1. (νομ.) η θαλάσσια αρωγή 2. ναυτ. η εργασία ανέλκυσης πλοίου από τον βυθό τής θάλασσας ή λίμνης στην επιφάνειά της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυάγιο + αἵρεση (< αἱρῶ «κυριεύω») αντί τού ορθότερου σημασιολογικά τ. ναυγί αρση (< αἴρω «συλλέγω»). Πιθ … Dictionary of Greek